ταὐτοπαθείᾳ

ταὐτοπαθείᾳ
ταὐτοπαθείᾱͅ , ταὐτοπάθεια
reflex signification
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταυτοπάθεια — η / ταὐτοπάθεια, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. το να υφίσταται κανείς τα ίδια παθήματα με κάποιον άλλον μσν. αρχ. η επιβολή σε κάποιον ποινής η οποία επρόκειτο να επιβληθεί σε άλλον έπειτα από συκοφαντία τού πρώτου, το να τιμωρείται κανείς με την ποινή που θα …   Dictionary of Greek

  • ταὐτοπαθείας — ταὐτοπαθείᾱς , ταὐτοπάθεια reflex signification fem acc pl ταὐτοπαθείᾱς , ταὐτοπάθεια reflex signification fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταὐτοπάθειαν — ταὐτοπάθεια reflex signification fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”